καβουρομάννα

καβουρομάννα
η
μεγάλος κάβουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάβουρας + μάννα, με μεγεθυντική σημ. (πρβλ. μαρουλο-μάννα, χταποδο-μάννα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • παγουρομάννα — η πάγουρος μεγάλων διαστάσεων, καβουρομάννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγουρος «καβούρι» + μάννα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”